λεσβίου

λεσβίου
λέσβιος
from Lesbos
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Λεσβίου — Λέσβιος from Lesbos masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Резня в Кидониесе — Резня в городе Кидониес (греч. Κυδωνίαι, Αϊβαλί, тур. Ayvalık  Айвалык), Малая Азия  событие, имевшее место в 1821 году, с началом Греческой революции, закончившееся разрушением города …   Википедия

  • Μεγαλοχώρι — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Οικισμός (461 κάτ.) στο Αγκίστρι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγκιστρίου της νομαρχίας Πειραιά. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 145 μ., 413 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τροιζηνίας του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό …   Dictionary of Greek

  • Παπαδοπούλου, Αλεξάνδρα — (1868 – 1907). Ελληνίδα παιδαγωγός και συγγραφέας από την Κωνσταντινούπολη. Μετά τις σπουδές της δίδαξε σε δημοτικά σχολεία της Κωνσταντινούπολης, του Βουκουρεστίου και της Θεσσαλονίκης. Αρχικά με το ψευδώνυμο Σατανίσκη και αργότερα με το όνομά… …   Dictionary of Greek

  • Τέρπανδρος — Διάσημος μουσικός από τη Λέσβο, που ίσως να έζησε στο πρώτο μισό του 7ου αι. π.Χ. Αυτό συμπεραίνεται από τη μαρτυρία του Λέσβιου Ελλάνικου, ότι ο Τ. πρώτος νίκησε στον μουσικό αγώνα των Κρανίων, που έγινε στη Σπάρτη γύρω στο 676 π.Χ. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”